- μελίφυρτος
- μελίφυρτοςmixed with honeymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίφυρτος — μελίφυρτος, ον (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι, γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φυρτός (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek